C/S RETRIEVER

Ναυάγιο

Μέγιστο Βάθος: 52m | Θερμ: 15°C (16Απρ2022)

Ναυπηγικά χαρακτηριστικά

Το Βρετανικό καλωδιακό ατμόπλοιο “Retriever” κατασκευάστηκε στο ναυπηγείο “Goole Shipbuilding & Repairing Co. Ltd.” που είχε τη βάση του στον ποταμό Dutch στο Goole του Yorkshire της Μεγάλης Βρετανίας. Ναυπηγήθηκε για λογαριασμό της “West Coast of America Telegraph Company” το 1909 και ήταν ένα μικρό πλοίο συνολικού μήκους 57,97μ., με πλάτος 8,62μ. και βύθισμα 4,72μ.

Είχε ολική χωρητικότητα 674 κόρων, καθαρά χωρητικότητα 331 κόρων και ήταν καταχωρημένο στον Βρετανικό νηογνώμονα Lloyd’s Register με Νο129024 (classed Lloyd’s 100 A1). Είχε προπέλα μονού άξονα την οποία κινούσε μια δικύλινδρη παλινδρομική μηχανή, μονού λέβητα, ισχύος 91 NHP, δίνοντας του μια μέγιστη ταχύτητα 9,5 κόμβων.

Ιστορικό

To Retriever (3) υπήρξε το τρίτο πλοίο πόντισης καλωδίων στην ιστορία με το ίδιο όνομα μετά το Retriever (1) που ναυπηγήθηκε το 1878 και το Retriever (2) που ναυπηγήθηκε το 1879. Ήταν επίσης το πρώτο από τα δύο πλοία παρόμοιου τύπου που κατασκευάστηκαν στο ναυπηγείο του Goole. Το δεύτερο ήταν το Transmitter, που ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο και είχε συνολικό μήκος 63,52μ.

Η βάση του ήταν στο λιμάνι του Καγιάο στη Λίμα του Περού, όπου για λογαριασμό της “West Coast of America Telegraph Company” πέρασε τα πρώτα 20 χρόνια της υπηρεσίας του στον Ειρηνικό. Μια από τις σημαντικότερες δράσεις του την περίοδο εκείνη, ήταν η πραγματοποίηση εργασιών και επισκευών στη γραμμή καλωδίου Βαλπαραΐσο – Λίμα.

Η “West Coast of America Company”, ήδη από το 1902, αποτελούσε μέρος της “Eastern & Associated Telegraph Companies”, η οπoία στις 8 Απριλίου 1929 συγχωνεύτηκε με μια σειρά εταιρειών δημιουργώντας την “Imperial & International Communications Ltd.” Το Retriever πλέον αποτελούσε μέρος ενός διευρυμένου στόλου αναλαμβάνοντας αποστολές στις Δυτικές Ινδίες, τη Μεσόγειο και την Ερυθρά θάλασσα.

Την περίοδο 1929 – 1932 η “Imperial & International Communications Ltd.” εξαγόρασε ακόμα τέσσερις εταιρείες και στις 24 Μαΐου 1934 μετονομάστηκε σε “Cable & Wireless Ltd.”

Η εξέλιξη του τηλέγραφου στην Ελλάδα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Η παρουσία των Βρετανικών εταιρειών στην Ελλάδα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών στη χώρα μας.

Η αρχή έγινε στις 20 Μαρτίου 1859 όταν επί πρωθυπουργίας Αθανάσιου Μιαούλη ψηφίσθηκε ο νόμος «Περί αγοράς και εγκαταστάσεως υποβρύχιου ηλεκτρικού καλωδίου από Πειραιώς εις Σύρου».

Λίγες μέρες αργότερα στις 24 Μαρτίου 1859 υπογράφηκε σχετική σύμβαση μεταξύ του ελληνικού κράτους και της εταιρείας R.S. Newall & Co. για την αγορά της γραμμής καλωδίου Χίος - Σύρος.

Τον Νοέμβριο του 1859, το C/S “Elba” πόντισε την πρώτη γραμμή υποβρύχιων καλωδίων στην Ελλάδα (Πειραιάς – Σύρος – Χίος), που επέτρεψε στη χώρα μας τη σύνδεση με την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Κρήτη και την Αλεξάνδρεια.

Σταδιακά τα νησιά συνδέθηκαν με την ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και με το διεθνές δίκτυο της Μεσογείου.

Μετά από συνεχόμενες συγχωνεύσεις εταιρειών, το 1878 η “Eastern Telegraph Company Limited”, η μεγαλύτερη τηλεγραφική εταιρεία της εποχής, ανέλαβε να συμπληρώσει το υποβρύχιο δίκτυο της Ελλάδας τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού, καθώς και την συντήρηση των γραμμών αυτών.

Η εν λόγω εταιρεία το 1902 μαζί με άλλες δημιούργησαν την “Eastern & Associated Telegraph Companies” η οποία μέσα από εξαγορές και συγχωνεύσεις εταιρειών μετεξελίχθηκε το 1934, όπως αναφέρθηκε ήδη στην προηγούμενη ενότητα, στην “Cable & Wireless Ltd.”

To 1934 το C/S “Retriever” έφτασε στη χώρα μας για να εγκαταστήσει την υποβρύχια γραμμή καλωδίων Δήλος – Μύκονος για λογαριασμό της Ελληνικής Κυβέρνησης.

Τέλος, το 1940, η Ελλάδα συνδέθηκε με τη Μεγάλη Βρετανία, με ασύρματο τηλέγραφο, ενώ την ίδια χρονιά παραδόθηκαν στο ελληνικό κράτος οι τηλεπικοινωνιακοί σταθμοί της Θεσσαλονίκης και 18 νησιών ακόμα.

H δράση του C/S “Retriever” στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο

Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Βρετανική κυβέρνηση δεν προχώρησε σε επίταξη, ως είχε το δικαίωμα, των εταιρειών τηλεπικοινωνίας. Έτσι, η Cable & Wireless βρέθηκε να λειτουργεί κάτω από τη δική της διοίκηση και χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις. Το ανθρώπινο δυναμικό, το δίκτυο της και ο στόλος της τέθηκαν στην υπηρεσία της προάσπισης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και των αναγκών του πολέμου.

Τα πλοία πόντισης υποβρύχιων καλωδίων κλήθηκαν να πάρουν μέρος σε μια σειρά από ζωτικής σημασίας κρίσιμες αποστολές κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι πιο συνήθεις ήταν οι επισκευές των καλωδίων λόγω φυσικής φθοράς ή σαμποτάζ, η μετακίνηση των γραμμών ώστε να μην εντοπιστούν και καταστραφούν από τον αντίπαλο, η καταστροφή των εχθρικών καλωδίων ή η χρησιμοποίηση τους για τις ανάγκες των συμμάχων και τέλος η πόντιση ανθυποβρυχιακών βρόχων για την ανίχνευση και εντοπισμό εχθρικών υποβρυχίων.

Το Βρετανικό Ναυαρχείο μαζί με τη διοίκηση της εταιρείας αποφάσιζαν από κοινού για την εκτέλεση της εκάστοτε αποστολής, συνυπολογίζοντας τις ενδεχόμενες απώλειες και τη σημαντικότητα του επιδιωκόμενου αποτελέσματος.

Τα καλωδιακά πλοία επιχειρούσαν μόνα τους ή συνοδεία πολεμικών πλοίων για την ασφάλεια τους. Στην πλειοψηφία τους οι αποστολές ήταν δύσκολες, χρονοβόρες, παντός καιρού και άφηναν τα πλοία εκτεθειμένα στις επιθετικές ενέργειες του εχθρού.

Η εταιρεία το 1939 διέθετε 7 πλοία και αναλόγως των αναγκών ναύλωνε και πλοία άλλων εταιρειών. Τα πληρώματα, εκτός των αξιωματικών και των υπαξιωματικών οι οποίοι ήταν Άγγλοι, συνήθως προέρχονταν από τις χώρες στις οποίες επιχειρούσαν αυτά.

Τον Ιούνιο του 1940, το Retriever ερχόμενο από τη Βραζιλία, πέρασε τα στενά του Γιβραλτάρ και εισήλθε στη Μεσόγειο που είχε αρχίσει να φλέγεται. Αρχικά συμμετείχε στην καταστροφή της γραμμής καλωδίων της Ιταλίας που επικοινωνούσε με την Ισπανία και κατόπιν συνέχισε να δραστηριοποιείται ενεργά σε ένα μέτωπο που εξελισσόταν ραγδαία.

Η βύθιση του πλοίου

Το ξημέρωμα της 6ης Απριλίου 1941, ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα, Βίκτορ Φον Έρμπαχ, παραδίδει στην πρωθυπουργική κατοικία και στον Αλέξανδρο Κορυζή, το γερμανικό τελεσίγραφο της κήρυξης του πολέμου. Αμέσως τίθεται σε εφαρμογή η επιχείρηση “Μαρίτα” και η γερμανική εισβολή ξεκινάει με την επίθεση των γερμανικών στρατευμάτων μέσω Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας. Παράλληλα, η γερμανική αεροπορία πραγματοποιεί για μέρες βομβαρδισμούς και αεροπορικές επιδρομές στα αστικά κέντρα, το λιμάνι του Πειραιά και τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας με κύριο στόχο τις υποδομές και την κάμψη του φρονήματος των Ελλήνων.

Ήδη από την πρώτη μέρα της εισβολής και ώρα 21.20 βραδινή, ένα σμήνος από 31 γερμανικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη προσεγγίζουν τον Πειραιά από τα δυτικά. Έντεκα αεροσκάφη τύπου He-111 H-6, που έχουν απογειωθεί από την Αυστρία, και είκοσι τύπου Ju-88 A-4, που έχουν απογειωθεί από την Κατάνια της Σικελίας, με επικεφαλής τους έναν από τους πλέον αποτελεσματικούς πιλότους της Luftwaffe, τον Hans Joachim Hermann, ξεκινούν τη ναρκοθέτηση του λιμένα του Πειραιά και παράλληλα πραγματοποιούν σφοδρούς βομβαρδισμούς στις εγκαταστάσεις του και τα ελλιμενισμένα πλοία, προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές.

Η κήρυξη του πολέμου βρίσκει το C/S“Retriever” να πραγματοποιεί εργασίες στον Θερμαϊκό κόλπο, συνοδευόμενο από το ελληνικό τορπιλοβόλο “Αρεθούσα”. Λίγες μέρες αργότερα, το βράδυ της 11ης Απριλίου 1941 βρίσκεται καθοδόν από τη Λήμνο προς τον Πειραιά. Έχοντας ολοκληρώσει μια ακόμα αποστολή του Combined Signals Board, πλέει στον Σαρωνικό ως μέλος μιας νηοπομπής που αποτελείται από ένα ελληνικό φορτηγό πλοίο και δύο ελληνικά αντιτορπιλικά, πιθανότατα τα “Ψαρά” και “Κουντουριώτης”. Πλησιάζοντας στην περιοχή που θα αγκυροβολούσαν έξω από τον Πειραιά, λαμβάνουν σήμα για επικείμενη γερμανική αεροπορική επιδρομή και ταυτόχρονα αντιαεροπορικά πυρά αρχίζουν να βάλλουν από την ακτή. Τα γερμανικά βομβαρδιστικά κάνουν την εμφάνισή τους, σφυροκοπώντας για μια ακόμη νύχτα το λιμάνι του Πειραιά.

Τα δυο αντιτορπιλικά λαμβάνουν διαταγές να εγκαταλείψουν τη νηοπομπή και το C/S “Retriever” παίρνει εντολές να κινηθεί μεταξύ του Πειραιά και του Ναυτικού οχυρού Φλεβών. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα το καλωδιακό πλοίο εντοπίζεται ανοιχτά της Γλυφάδας. Δέχεται επίθεση από ένα γερμανικό αεροσκάφος το οποίο κατορθώνει να το προσεγγίσει αθέατο και να του καταφέρει το μοιραίο πλήγμα.

Τα πολυβόλα του αεροσκάφους ακούγονται εκκωφαντικά και τέσσερις βόμβες απελευθερώνονται από την άτρακτο του. Οι δύο πρώτες αστοχούν, η τρίτη χτυπά την αριστερή σωσίβια λέμβο, ενώ η τέταρτη διαπερνά το κυρίως κατάστρωμα και εκρήγνυται μέσα στο πρωραίο αμπάρι, ανατινάζοντας τα ύφαλα του πλοίου που αρχίζει να βυθίζεται γοργά.

Το πλήρωμα καταφέρνει να κατεβάσει τις εναπομείναντες τρείς σωσίβιες λέμβους εκ των οποίων η μια είναι κατεστραμμένη από τις ριπές που δέχτηκε το πλοίο. Ο υποπλοίαρχος μαζί με τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς οργανώνουν την εγκατάλειψη του σκάφους και αποχωρούν από αυτό τελευταίοι.

Ο πλοίαρχος Cecil Arnold Foyεπιστρέφει στο λαβωμένο σκαρί για να διασώσει τον θαλαμηπόλο, ο οποίος δεν γνωρίζει κολύμπι και έχει επιστρέψει στη γέφυρα για να πάρει τα έγγραφα του πλοίου. Η πλώρη ξαφνικά παίρνει μεγάλη κλίση, με το πλοίο να βυθίζεται απότομα παρασέρνοντας στον υγρό τάφο και τους δύο άτυχους άνδρες.

Ο καιρός ήταν άσχημος με δυνατούς ανέμους και έντονο κυματισμό. Μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες όσοι είχαν καταφέρει να επιβιβασθούν στις σωσίβιες λέμβους προσπαθούσαν να σώσουν το υπόλοιπο πλήρωμα που είχε πέσει στη θάλασσα.

Ο υποπλοίαρχος παλεύει με τα κύματα και διασώζεται από το αντιτορπιλικό “Θύελλα” αφού έμεινε στο νερό για τουλάχιστον τρείς ολόκληρες ώρες.

Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση των γεγονότων από τον Μαλτέζο Michael Mallia, μέλος του πληρώματος και επιζών του ναυαγίου, που έρχεται στο φως μέσα από τη διήγηση του γιού του Joseph Mallia, όπως την είχε ακούσει ο ίδιος από τον πατέρα του ως νεαρός.

“Εκείνη την ημέρα, μετά την επίθεση, αν και τραυματίστηκε βαριά, κατάφερε να ανέβει σε μια σωσίβια λέμβο που ήταν έτοιμη να βυθιστεί. Έκλεισε την υδρορροή της γάστρας και με ένα κουβά αφαίρεσε όσο περισσότερο νερό μπορούσε.

Τότε ξεκίνησε να ψάχνει για επιζώντες. Κατόρθωσε να ανεβάσει δώδεκα ακόμη άνδρες στη σωσίβια λέμβο, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσε να βρει τον φίλο του Paul Abela και να τον διασώσει.

Ο πατέρας μου είπε ότι ήταν σκοτεινά, αλλά από μακριά έβλεπαν κάθε τόσο ένα φως να αναβοσβήνει. Άρχισαν να κωπηλατούν προς το σημείο αυτό και ευτυχώς βρέθηκαν σε ένα νησί (Προφανώς εννοώντας την ακτογραμμή της πόλης) όπου υπήρχε ένα νοσοκομείο.

Μόλις έφτασαν στην ακτή ο πατέρας μου έχασε τις αισθήσεις του, καθώς είχε χάσει πολύ αίμα από τα τραύματα του. Θραύσματα από την έκρηξη τον χτύπησαν στο πόδι κάνοντας του δυο μεγάλα κοψίματα, που όπως έλεγε έμοιαζαν με δύο μπανάνες. Ακόμα, το οστό του αγκώνα του προεξείχε μέσα από το δέρμα.

Όταν επανήλθαν οι αισθήσεις του, βρέθηκε να νοσηλεύεται στο νοσοκομείο και κατάφερε να επιβιώσει μέχρι το τέλος του πολέμου”.

Έντεκα μέλη του πληρώματος σε σύνολο 46 ανδρών, που αποτελούνταν από Βρετανούς, Μαλτέζους, Αιγύπτιους και Έλληνες, ήταν ο τραγικός απολογισμός του ναυαγίου. Ανάμεσα τους, ο Έλληνας Αθανάσιος Χρυσολωράς, 28 ετών.

Στον πλοίαρχο τουC/S “Retriever” και για τον ηρωϊσμό που επέδειξε κατά τη διάρκεια της βύθισης του πλοίου απονεμήθηκε μετά θάνατον το Lloyd’s War Medal for Bravery at Sea.

Η ανέλκυση του πλοίου

Την περίοδο 1959 – 1960 το C/S “Retriever” εντοπίστηκε στον Σαρωνικό και αναγνωρίστηκε από την καμπάνα του. Το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.) το οποίο είχε την κυριότητα όλων των ναυαγίων εμπορικών πλοίων που είχαν λάβει χώρα μεταξύ 1830 και 1951, σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα 2648/1953, προχώρησε στη δημοπράτηση και εκποίηση του ναυαγίου σε ιδιώτες. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό που παρουσίασε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους διαλυτές ήταν το φορτίο του πλοίου που περιείχε μεγάλες ποσότητες σε χαλκό, το οποίο και ανελκύστηκε σχεδόν εξολοκλήρου.

Ακολούθησαν κομμάτια του πλοίου και πιο συγκεκριμένα τα τελευταία μέτρα της πρύμνης μαζί με την προπέλα, καθώς και τα τελευταία μέτρα της πλώρης. Το πρυμναίο κομμάτι της υπερκατασκευής ανατινάχθηκε, ενώ το μηχανοστάσιο ανελκύσθηκε στο σύνολο του, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του κεντρικού άξονα.

Έρευνα και ταυτοποίηση

Το 2007 η καταδυτική ομάδα Wreck Diving, σε συνεργασία με την Εφορεία Ενάλιων Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, καταδύθηκαν, εξερεύνησαν και ταυτοποίησαν το C/S “Retriever” φέρνοντας στην επιφάνεια μετά από 66 χρόνια την ιστορία αυτού του σπάνιου και ιδιαίτερου πλοίου.

Μέλη της αποστολής αυτής ήταν οι: Αντώνης Χατζηαντωνίου, Achim Schloeffel, Γιώργος Καμαρινός, Ελένη Τσοπουροπούλου, Κώστας Μυλωνάκης, Νικόλας Βασιλάτος & Σαράντης Μαλαφούρης.

Οι καταδύσεις και η έρευνα πεδίου συνεχίστηκαν από την ομάδα και μέλη των αποστολών αυτών ήταν ακόμα οι: Αρετή Κομνηνού, Γιάννης Ρουσουνέλος, Θάνος Κόπιτσας, Νίκος Καρατζάς & Πάνος Τσιτιμάκης.

Το ναυάγιο σήμερα

Το ναυάγιο του C/S “Retriever” βρίσκεται επικαθήμενο σε όρθια θέση, σε αμμώδη βυθό, με την πλώρη του στραμμένη προς τον Βορρά και τον άξονα του να έχει κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ. Το μέγιστο βάθος του ναυαγίου είναι τα 52μ. και το ελάχιστο τα 44μ.

Αυτό που με την πρώτη ματιά εντυπωσιάζει τον καταδυόμενο είναι τα στρογγυλά στόμια των αμπαριών που βρίσκονται στο κατάστρωμα και, εν συνεχεία, τα ίδια τα αμπάρια με το κυκλικό τους σχήμα που ήταν κατάλληλα για τη στοίβαξη των καλωδίων.

Στο ύψος της υπερκατασκευής και τη δεξιά πλευρά της είναι ευκρινές το κάθετο ρήγμα στα ύφαλα του καλωδιακού πλοίου, αποτέλεσμα του ωστικού κύματος από το μοιραίο χτύπημα που δέχτηκε στο αμπάρι της πλώρης.

Το ξύλινο κατάστρωμα που έχει πλέον λιώσει στο σύνολο του σε συνδυασμό με τα μέρη του ναυαγίου που ανελκύσθηκαν καθιστούν τη διείσδυση στα εσωτερικά τμήματα του πλοίου πολύ εύκολη.

Πίσω από το τμήμα της υπερκατασκευής που διασώζεται βρισκόταν το μηχανοστάσιο, το οποίο σήμερα απουσιάζει πλήρως και έτσι το μόνο που μπορεί να δει κανείς είναι διάσπαρτα μεταλλικά μέρη που απέμειναν μετά τις εκτεταμένες εργασίες διάλυσης του.

Κατευθυνόμενοι προς την πρύμνη του ναυαγίου θα συναντήσουμε το εναπομείναν πρυμναίο αμπάρι στο οποίο μπορούμε εύκολα να εισέλθουμε στο εσωτερικό του.

Στην αριστερή πλευρά του πλοίου και στο σημείο που απουσιάζει πλήρως το μηχανοστάσιο, συναντάμε διάσπαρτα στην άμμο μεταλλικά εξαρτήματα και μικρό μέρος του φορτίου του.

Τα εναπομείναντα τμήματα του ναυαγίου παραμένουν στην αρχική τους θέση μαρτυρώντας αυτόν τον ιδιαίτερο τύπο πλοίου που πολύ δύσκολα μπορεί να συναντήσει κάποιος στις ελληνικές θάλασσες.

Οι συνθήκες κατάδυσης ποικίλουν αναλόγως τη χρονική περίοδο επίσκεψης. Σπάνια κάποιος θα συναντήσει ιδανικές συνθήκες ορατότητας, η οποία συνήθως είναι μειωμένη και δεν ξεπερνάει τα 2-3 μέτρα, ειδικά όταν επικρατούν δυνατοί νοτιάδες. Ιδιαίτερα ρεύματα δεν υπάρχουν στην περιοχή, τα οποία γενικώς χαρακτηρίζονται από ελάχιστα έως μέτρια.

Το γεγονός ότι βρίσκεται πολύ κοντά στην παραλιακή γραμμή των νοτίων προαστίων της Αθήνας και αποτελεί ένα πολύ γνωστό σημείο για τους τοπικούς αλιείς έχει μετατρέψει το ναυάγιο σε σημείο συλλογής διχτυών και αλιευτικών εργαλείων που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από τους υποβρύχιους επισκέπτες του.

Ευχαριστίες

Η καταδυτική μας ομάδα επισκέφθηκε το ναυάγιο του C/S “Retriever” σε δυο διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τους Νίκο Βαρδάκα, ιδιοκτήτη του καταδυτικού κέντρου Scubalife και Μάριο Παπαβασιλείου, ιδιοκτήτη του καταδυτικού κέντρου Diver’s Corner, για την υποστήριξη και την υποδειγματική οργάνωση των καταδύσεων αυτών.

Τέλος, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε το καταδυτικό κέντρο Nautilus Dive Center και τον ιδιοκτήτη του Βασίλη Τσαΐρη για τη συνεχή υποστήριξη της ομάδας μας.

Στις καταδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 16/04/22 & στις 14/10/23 συμμετείχαν οι:
Άκης Σεισίδης, Ανδρέας Ανδρικόπουλος, Βασίλης Τσαΐρης, Ερρίκος Κρανιδιώτης, Νικόλας Μαργαρίτης, Νίκος Κριεζής, Νίκος Χαρακάκος, Στέλιος Σταματάκης και Χρήστος Μιχαήλ.

Ιστορική έρευνα και έρευνα αρχειακού υλικού Ανδρέας Ανδρικόπουλος

Πηγές

https://www.wrecksite.eu/wreck.aspx?98835

https://www.wreckdiving.gr/wreck/retriever

https://atlantic-cable.com/

https://wrecksgr.wordpress.com

FIVE (-ISH) CABLESHIPS CALLED RETRIEVER

Ο βομβαρδισμός του Πειραιά στις 6 Απριλίου 1941 του Άρη Μπιλάλη (πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Ναυτική Ελλάς", το 2014)

Η ιστορία των Τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα από το 1859 έως το 1949

Τριπόντικας, Παναγιώτης (2016) Ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες 1830-1951 – Η υποβρύχια περιουσία των Μ.Τ.Ν. & Ν.Α.Τ.

Ντούνης, Χρήστος (2000), Τα Ναυάγια στις Ελληνικές Θάλασσες 1900-1950, Τόμος Α΄, Αθήνα: FINATEC AE.

icon-car.png
CS Retriever

loading map - please wait...

CS Retriever 37.844050, 23.704733

To Ναυάγιο Σήμερα

Φωτογραφίες Αρχείου

elGreek