Την 29η Σεπτεμβρίου 1911, το Βασίλειο της Ιταλίας κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με πρόσχημα την προστασία του εμπορίου του στην Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή (σημερινή Λιβύη). Ωστόσο η πραγματική αιτία του πολέμου ήταν η οικειοποίηση της τελευταίας επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βόρεια Αφρική, σύμφωνα με το δόγμα “Mare Nostrum” που επανέφεραν οι Ιταλοί εθνικιστές περί το 1880. Μία αντίληψη στρατηγικής ασφάλειας στη Μεσόγειο, απόρροια της δεσπόζουσας γεωγραφικής θέσης της Ιταλίας, σύμφωνα με τα γεωπολιτικά δεδομένα της εποχής.
Η Ιταλία υπερέχοντας συντριπτικά της Τουρκίας στη θάλασσα, καταλαμβάνει τις παραλιακές πόλεις Τρίπολη, Βεγγάζη, Ντέρνα και Τομπρούκ. Οι τουρκικές δυνάμεις αποχωρούν στην ενδοχώρα χωρίς όμως να παραδοθούν και σε συνεργασία με τις σκληροτράχηλες πολεμικές αραβικές φυλές συνεχίζουν την αντίσταση καταφέρνοντας νικηφόρα αποτελέσματα απέναντι στις δυνάμεις του ιταλικού εκστρατευτικού σώματος.
Η παράταση του πολέμου και η άρνηση της Τουρκίας να συνθηκολογήσει αναγκάζει την Ιταλία να μεταφέρει τον πόλεμο σε άλλα μέτωπα ως ένα μέσο άσκησης πίεσης. Το ιταλικό ναυτικό εισέρχεται στο στενό των Δαρδανελίων, ενώ ο ιταλικός στρατός προχωρά στην κατάληψη του αρχιπελάγους των Δωδεκανήσων.
Η έναρξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου στις 5 Οκτωβρίου 1912 αλλάζει τα δεδομένα και δέκα μέρες μετά η Υψηλή Πύλη υποχρεώνεται να υπογράψει την “Πρώτη Συνθήκη της Λωζάννης” στο κάστρο του Ουσύ (Ouchy) της ομώνυμης Ελβετικής πόλης.
Η συνθήκη αναγνωρίζει την Ιταλική κατοχή της Λιβύης και παράλληλα προβλέπει την επιστροφή των Δωδεκανήσων στην Τουρκία, υπό τον όρο ότι η τελευταία θα πάψει κάθε επιθετική ενέργεια κατά της Ιταλικής διοίκησης στη Λιβύη.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εσκεμμένα παραβιάζει τις συμφωνίες που εμπεριέχονται στη Συνθήκη, με σκοπό να ευνοήσει την παραμονή της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα, καθυστερώντας με τον τρόπο αυτό την πιθανή απόδοση του αρχιπελάγους στην Ελλάδα.
Με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Τουρκία τον Νοέμβριο του 1914 συντάσσεται με τις κεντρικές δυνάμεις, ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1915 η Ιταλία προσχωρεί στις δυνάμεις της Αντάντ.
Το τέλος του Μεγάλου Πολέμου βρίσκει το Βασίλειο της Ιταλίας στην πλευρά των νικητών, με τη συνθήκη των Σεβρών που υπογράφεται τη 10η Αυγούστου του 1920 να κατοχυρώνει τον κατακερματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποδίδοντας στην Ιταλία τα Δωδεκάνησα και το Καστελόριζο.
Τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν με τον “Πόλεμο της Ανεξαρτησίας” ανάμεσα στο Τουρκικό Εθνικό Κίνημα και τους συμμάχους της Αντάντ, συμπεριλαμβανομένων της Ελλάδας και της Αρμενίας, θα οδηγήσουν στη γέννηση της Τουρκικής Δημοκρατίας και την ολοκληρωτική ήττα του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Έπειτα από έντονες διαμάχες και διαβουλεύσεις στις 24 Ιουλίου 1923 και σε συνέχεια της δεύτερης Διεθνούς Διάσκεψης της Λωζάννης υπογράφεται η ομώνυμη συνθήκη, που σε ένα από τα άρθρα της, αναγνωρίζει στην Ιταλία την οριστική κυριότητα των Δωδεκανήσων και του Καστελόριζου, χωρίς όμως να προβλέπει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των κατοίκων αυτών των νήσων στο μέλλον.
Η συνθήκη επισφραγίζει την κυριαρχία της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα, με την Λέρο, λόγω της στρατηγικής θέσης της στην ανατολική Μεσόγειο και της γεωμορφολογίας των ακτών της, να αποτελεί την ιδανική επιλογή για τη δημιουργία μιας υπερσύγχρονης αεροναυτικής βάσης.
Ο όρμος του Λακκίου με το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι μεγάλου βάθους της Μεσογείου θεωρήθηκε ο καταλληλότερος για τον σκοπό αυτό και οι πρώτες εργασίες για την εγκατάσταση της βάσης ξεκίνησαν τον Μάιο του 1923, λίγο πριν την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης.
Η Ναυτική Βάση θα αναπτυχθεί στην θέση Γωνιά με το διάταγμα της 04-09-1925 και το 1930 θα ανεγερθεί ο στρατώνας της βάσης. Το 1935 θα ανεγερθεί το κτίριο του Νοσοκομείου, ενώ έναν χρόνο νωρίτερα η περιοχή θα ενταχθεί στο πολεοδομικό σχέδιο, με τους δρόμους της βάσης να αποτελούν συνέχεια του οδικού δικτύου της νεοσυσταθείσας πόλης.
Στην περιοχή όπου βρίσκεται η βίλλα του Τσιγαδά Πασά στα Λέπιδα θα δημιουργηθεί ο πρώτος σταθμός υδροπλάνων, ο οποίος το 1924 αποφασίζεται να εξελιχθεί σε αεροναυτική βάση αποτελούμενη από τα υπόστεγα κάλυψης και συντήρησης των υδροπλάνων (με δυο γερανούς για την πόντιση τους στην θάλασσα), αποθήκες και γραφεία.
Η βάση θα λάβει την τελική της μορφή το 1925 όταν κτίζεται το Διοικητήριο της και ο εντυπωσιακός στρατώνας με το χαρακτηριστικό μεγάλο γήπεδο μπροστά του. Η βίλλα του Τσιγαδά Πασά θα φιλοξενήσει τη Λέσχη Αξιωματικών της βάσης, καθώς και μια σειρά κατοικιών με μονώροφα και διώροφα οικήματα σε ένα ιδιαιτέρως φροντισμένο περιβάλλον γύρω από αυτή, για τη στέγαση των αξιωματικών, υπαξιωματικών και των οικογενειών τους.
Η βάση παίρνει το όνομα του νεαρού υπολοχαγού, Gianni Rossetti, πιλότου του Βασιλικού Ιταλικού Ναυτικού, ο οποίος συνετρίβη στον κόλπο με το υδροπλάνο του στις 29 Μαρτίου 1924.
Από το 1926 έως το 1929 η βάση επεκτείνεται μέχρι τον Άγιο Γεώργιο με την κατασκευή προκυμαίας μήκους 95 μέτρων και τη δημιουργία μιας νέας Ναυτικής Βάσης. Εκεί, δίπλα στις αποθήκες και τα συνεργεία της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, το 1935 θα ολοκληρωθεί η κατασκευή του υπολοίπου τμήματος της προκυμαίας του Ναυστάθμου. Θα προστεθεί ένας νέος στρατώνας και οικήματα για τους αξιωματικούς και τους ναύτες των υποβρυχίων και θα δημιουργηθούν εγκαταστάσεις δεξαμενών καυσίμων και αποθήκευσης αυτών.
Απέναντι από τον Ναύσταθμο δημιουργούνται οι αποθήκες πυρομαχικών της Μερικιάς, με την αμυντική θωράκιση του νησιού να συμπληρώνεται με το συγκρότημα Porto Rina στο Παρθένι και τις αποθήκες της Καμάρας.
Οι 24 Πυροβολαρχίες ναυτικού μεγάλου βεληνεκούς με ισχύ πυρός 102 πυροβόλων διαφόρων διαμετρημάτων και οι 14 Πυρήνες Πυροβόλων για την καθαρά αντιαεροπορική άμυνα με ισχύ πυρός 49 πολυβόλων τοποθετούνται σε στρατηγικά σημεία και καταλαμβάνουν κάθε ύψωμα του νησιού.
Η πλήρης στρατιωτικοποίηση του νοτίου τμήματος του νησιού και οι ολοένα αυξανόμενες ανάγκες για χώρους στέγασης και υποδομών για τις οικογένειες των αξιωματικών σε όλα τα επίπεδα θα οδηγήσουν στη δημιουργία μιας νέας πόλης, αυτής του Portolago (σημερινό Λακκί).
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, η περιοχή του Portolago είχε έναν μικρό αριθμό διάσπαρτων κτηρίων, κυρίως συγκεντρωμένων κατά μήκος της ακτής. Η ιταλική κυβέρνηση έχοντας αναγνωρίσει τη στρατιωτική κλίση του κόλπου από νωρίς, είχε προχωρήσει στην κατασκευή της παράκτιας οδού, η οποία ήταν απαραίτητη για την επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων στρατιωτικών βάσεων στον κόλπο. Ήδη από το 1928 είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες απαλλοτρίωσης στην περιοχή και ταυτόχρονα η αποστράγγιση του βαλτώδους και ελώδους εδάφους του Λακκίου.
Το 1932 διενεργείται επιθεώρηση στον κόλπο από τον Κυβερνήτη Mario Lago και τους τεχνικούς του κυβερνητικού γραφείου, μετά την οποία αποφασίστηκε η ίδρυση ενός αυτόνομου δήμου καθώς και ένα σχέδιο άμεσης παρέμβασης.
Η οργάνωση της πόλης επηρεάστηκε ουσιαστικά από τις ανάγκες της στρατιωτικής βάσης. Η κατευθυντήρια αρχή του πολεοδομικού σχεδίου ήταν η δημιουργία ενός κέντρου στο οποίο θα συγκεντρώνονταν όλες οι βασικές λειτουργίες για τη ζωή της κοινότητας (διοίκηση, υπηρεσίες, εμπόριο, πολιτισμός), δεσμεύοντας περιφερειακές περιοχές για την ανάπτυξη κατοικημένων περιοχών. Το κύριο χαρακτηριστικό των κατασκευών, που αποτελούν ένα ενδιαφέρον σύνολο ορθολογικής αρχιτεκτονικής, είναι η υφολογική ομοιογένεια που φαίνεται να εναρμονίζει ολόκληρο τον αστικό πυρήνα εντυπωσιάζοντας με το αισθητικό και κατασκευαστικό της αποτέλεσμα μέχρι και σήμερα.
Παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Λέρος είχε μετατραπεί σε ένα ιδιότυπο αβύθιστο αεροπλανοφόρο για το Βασίλειο της Ιταλίας. Ουσιαστικά αποτελούσε τη «ναυαρχίδα» της Ρώμης στην περιοχή, στην προσπάθεια της να αποκτήσει τον έλεγχο της Μεσογείου.
Η είσοδος του κόλπου του Λακκίου με άνοιγμα 400μ. περίπου, που σχηματίζεται από το ακρωτήρι Άγκιστρoς και την απότομη κατεβασιά της Πατέλλας, το Κατσούνι, αποτελούσε πλέον έναν από τους καλύτερα φυλασσόμενους ναυτικούς στόχους της περιοχής.
Σημαντικό μέτρο ασφαλείας αποτελούσε το ανθυποβρυχιακό δίχτυ, το οποίο ουσιαστικά σφράγιζε την είσοδο του κόλπου.
Ήταν τοποθετημένο κατά μήκος αυτού και καθιστούσε την πρόσβαση αδιαπέραστη, έναντι οποιουδήποτε εξωτερικού εχθρού.
Κρίκοι από χάλυβα αλληλένδετοι μεταξύ τους, σε συνδυασμό με έναν μηχανισμό ανύψωσης εγκατεστημένο στο βόρειο άκρο του κόλπου, που λειτουργούσε με τροχαλίες, συρματόσχοινα και πλωτήρες για το άπλωμα αυτών, ήταν υπεύθυνοι για την είσοδο - έξοδο των πλωτών μέσων από τη ναυτική βάση και την προστασία του Ναυστάθμου.
Σήμερα το ανθυποβρυχιακό δίχτυ κείτεται στο βυθό σχηματίζοντας μια άμορφη μεταλλική μάζα που εκτείνεται κατά μήκος του κόλπου, έχοντας πλέον ενσωματωθεί πλήρως στο θαλάσσιο οικοσύστημα της περιοχής.
Το αντικρίζουμε από τα 14μ. βάθος έως και τα 55μ., που είναι και το βαθύτερο σημείο του κόλπου. Γιγάντιοι αλλά και μικρότεροι πλωτήρες που κάποτε συγκρατούσαν το τεράστιο αυτό σύστημα ανθυποβρυχιακής άμυνας εντυπωσιάζουν ακόμα και στις μέρες μας με τον όγκο και το μέγεθός τους. Υπολείμματα ανθυποβρυχιακών ναρκών συμπληρώνουν την απόκοσμη εικόνα μιας όχι και τόσο μακρινής ζοφερής περιόδου.
Μικρό δείγμα του, μαζί με άλλο σημαντικό πολεμικό υλικό, παρουσιάζεται ως μόνιμο έκθεμα στον μοναδικό και υποβλητικό εκθεσιακό χώρο του Πολεμικού Μουσείου του Τούνελ της Μερικιάς στη Λέρο, λειτουργώντας σαν ένας σιωπηλός μάρτυρας ιστορικής μνήμης.
Στις 30 Οκτωβρίου 2021, στο πλαίσιο του Leros Dive Project που υλοποιήσαμε στο νησί της Λέρου, καταδυθήκαμε σε αυτό το μοναδικό σημείο, μάρτυρα της μοναδικής αμυντικής θωράκισης του νησιού σε μια ιστορικά ταραγμένη εποχή.
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά το καταδυτικό κέντρο Hydrovius Diving Center και πιο συγκεκριμένα, τον ιδιοκτήτη του Κώστα Κουβά και τον γιο του Τάσο για την άψογη συνεργασία που είχαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της αποστολής μας, καθώς και για τις πολύτιμες γνώσεις που μας μετέφεραν.
Στις καταδύσεις αυτές έλαβαν μέρος οι: Άκης Σεϊσίδης, Χρήστος Μιχαήλ, Ventouris Bountouris, Βασίλης Τσιαΐρης, Νικόλας Μαργαρίτης, και Ανδρέας Ανδρικόπουλος.
Ιστορική έρευνα και σύνταξη κειμένου: Ανδρέας Ανδρικόπουλος.