Σε υψόμετρο 106μ. ΒΑ της λίμνης της Βουλιαγμένης και πολύ κοντά στον οικιστικό ιστό συναντάμε το σπηλαιοβάραθρο Γερμανικό, ένα από τα πιο βαθιά και ενδιαφέροντα σπήλαια του Υμηττού.
Η είσοδος του βαράθρου αθέατη στο κοινό μάτι αποτελείται από δυο ελλειψοειδείς κοιλότητες διαμέτρου 0,7μ. Χ 0,6μ., οι οποίες απέχουν μεταξύ τους 0,5μ., σε μια απόσταση 350μ. από την ομώνυμη λίμνη και 500μ. από τις παράλιες ακτές της περιοχής.
Την άνοιξη του 1976, η τότε κοινότητα Βουλιαγμένης ενημέρωσε την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία (Ε.Σ.Ε.) για την ύπαρξη ενός βαράθρου, πολύ κοντά στην λίμνη της Βουλιαγμένης (Α.Σ.Μ. 6516). Το ενδιαφέρον υπήρξε μεγάλο και άμεσα κινητοποιήθηκε η σπηλαιολογική κοινότητα της εποχής.
Η πρώτη διερευνητική εξερεύνηση ανατέθηκε στον Λάζαρο Χατζηλαζαρίδη, ο οποίος διαπίστωσε ότι το εν λόγω σπηλαιοβάραθρο παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον και έχρηζε περαιτέρω έρευνας, λόγω του λιθωματικού διακόσμου και, κυρίως, επειδή σε βάθος 95μ. υπήρχε στάθμη υφάλμυρου νερού μεγάλου βάθους.
Η Ε.Σ.Ε. γνωστοποίησε στην κοινότητα Βουλιαγμένης το ενδιαφέρον που παρουσίαζε το βάραθρο και έπειτα από πρόταση της, η τελευταία χρηματοδότησε την πλήρη εξερεύνηση του.
Η πρώτη μεγάλη αποστολή πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1977, στην οποία έλαβαν μέρος εκ περιτροπής τα μέλη της Ε.Σ.Ε. : Ιωάννης Ιωάννου, Δημήτρης Λιάγκος, Νίκος Λέλουδας, Γιώργος Παναγιωτίδης, Μανώλης Παυλίδης, Γιώργος Αβαγιανός, Διονύσης Αλφιέρης, Βασίλης Παντούσης & Λάζαρος Χατζηλαζαρίδης.
Ύστερα από κατάβαση 9μ., με τη χρήση σχοινιού, αναδεικνύεται το δάπεδο του πρώτου θαλάμου, το οποίο είναι κεκλιμένο και διάσπαρτο από πέτρες. Ο θάλαμος έχει μήκος 10μ. και πλάτος που κυμαίνεται μεταξύ 2-4μ., και εμπεριέχει μεγάλους - παλαιάς ηλικίας - σταλακτίτες, οι οποίοι όμως είναι κατεστραμμένοι από την ανθρώπινη παρέμβαση.
Το ύψος της οροφής του θαλάμου κυμαίνεται από 4 έως 10μ., στην οποία παρατηρούνται θολοειδείς εσοχές. Ένα τμήμα του χώρου φωτίζεται από το φως της ημέρας που εισέρχεται από τις τρύπες της εισόδου.
Στο Β.Δ. άκρο του θαλάμου το βάραθρο συνεχίζεται κάθετα προς τα κάτω μέσω στενών περασμάτων που έχουν διανοιχτεί στον ασβεστόλιθο, για αυτό και η κατάβαση είναι αρκετά επίπονη. Το συνολικό μήκος του τμήματος αυτού του βαράθρου είναι περίπου 15μ.
Ύστερα από το πέρασμα των στενών διόδων διανοίγεται ο δεύτερος μεγάλος χώρος του βαράθρου, που έχει κατάβαση 12μ. και διάμετρο από 4 έως 6μ. Παρουσιάζει εντυπωσιακούς σταλακτίτες μεγάλων διαστάσεων ενώ το δάπεδο του χώρου αυτού είναι επίσης κεκλιμένο.
Στο ανατολικό του άκρο, μέσω μιας μικρής διόδου, το βάραθρο συνεχίζεται προς τα κάτω σε έναν τρίτο μεγάλο χώρο, ο οποίος έχει συνολική κατάβαση 22μ. και διάμετρο από 2 έως 7μ., με τον χώρο αυτόν να διαθέτει επίσης εντυπωσιακούς σταλακτίτες μεγάλων διαστάσεων.
Στη βάση του προς τα ανατολικά υπάρχει ένας μικρός θάλαμος χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μήκους 4μ. Στο δυτικό άκρο του δαπέδου του τρίτου χώρου υπάρχει μια στενή σχετικά και πολύ κεκλιμένη δίοδος μήκους 5μ. ύστερα από το πέρασμα της οποίας δίδεται η εντύπωση της ύπαρξης προς τα κάτω κάποιου «χάους», που συνιστά τον τέταρτο και τελευταίο μεγάλο χώρο του βαράθρου, ο οποίος καταλήγει στην στάθμη του υφάλμυρου νερού.
Η συνολική κατάβαση του τέταρτου χώρου μέχρι το νερό είναι 32μ. Όσο συνεχίζεται η πορεία προς τα κάτω η διάμετρός του εν λόγω χώρου αυξάνεται. Συγκεκριμένα, ο τέταρτος χώρος έχει την μορφή κόλουρου κώνου, με διάμετρο της άνω βάσεως 3μ. και διάμετρο της κάτω βάσεως 12μ., που είναι η στάθμη του νερού.
Περίπου 12μ. πάνω από τη στάθμη του νερού υπάρχουν δυο πατάρια ανατολικά και δυτικά του τέταρτου χώρου, τα οποία συνδέονται πλευρικά με τα τοιχώματα, ενώ πίσω από αυτά υπάρχουν δίοδοι που κατεβαίνουν προς την επιφάνεια του νερού.
Το νερό είναι διαυγές, υφάλμυρο και με υψηλή – σταθερή - θερμοκρασία 27 βαθμών Κελσίου, λόγω της επίδρασης που δέχεται από το ηφαιστειακό τόξο του Αιγαίου και πιο συγκεκριμένα από το τμήμα Σουσάκι – Αίγινα – Μέθανα.
Η μορφολογία του υποβρύχιου τμήματος είναι βαραθρώδης, με το μέγιστο βάθος του να φτάνει τα -61 μέτρα χωρίς να υπάρχει κάποια άλλη συνέχεια ή σύνδεση με το σπήλαιο της Βουλιαγμένης, όπως παλαιότερα εικαζόταν.
Στον καρστικό αγωγό παρατηρούνται έντονα διαβρωμένες επιφάνειες, οι οποίες φαίνεται να δημιουργήθηκαν από ορμητικές διελεύσεις υδάτων. Τα τοιχώματα και γενικά οι ογκόλιθοι του βαράθρου δίνουν την εικόνα χώρων στους οποίους έχει επιδράσει υπόγειο ποτάμι. Δεδομένου ότι και η διάνοιξη του βαράθρου είναι κατακόρυφη, η μορφή αυτή μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν παλιά καταβόθρα.
Δηλαδή η κορυφή του λόφου, στον οποίο σήμερα βρίσκεται η είσοδος του βαράθρου, είναι πιθανό σε παλαιότερες γεωλογικές διαπλάσεις να αποτελούσε το χαμηλότερο σημείο κάποιου επίπεδου ισοπεδώσεως του Υμηττού, από το οποίο διέφευγαν τα νερά δια μέσου της καταβόθρας.
Ακολούθως, οι νεώτερες γεωλογικές και γεωμορφολογικές επιδράσεις διαμόρφωσαν την περιοχή και δημιούργησαν τη σημερινή της γεωμορφολογία. Όταν το βάραθρο έπαψε να λειτουργεί σαν καταβόθρα, οπότε δεν υφίσταντο πλέον οι βίαιες διελεύσεις υδάτων, τότε άρχισαν να δημιουργούνται οι σταλακτίτες και σταλαγμίτες του.
Η ύπαρξη νερού στο μέγιστο βάθος αυτού του κατακόρυφου καρστικού πηγαδιού αποτελούσε πάντα ένα σημείο αναφοράς για τους σπηλαιολόγους και τη σύνδεση που αυτό μπορεί να είχε με το πολυδαίδαλο γεωλογικό σύστημα της Λίμνης Βουλιαγμένης.
Οι πρώτες καταδύσεις από Έλληνες σπηλαιοδύτες πραγματοποιήθηκαν το 1989 από μέλη του Σπηλαιολογικού Ελληνικού Εξερευνητικού Ομίλου (ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο.), οι οποίοι έφτασαν μέχρι το βάθος των 30 μέτρων.
Φτάνοντας στις μέρες μας, το 2008 πραγματοποιήθηκε αποστολή εξερεύνησης της λίμνης από τον σύλλογο Φυσιολάτρες Ορειβάτες Σπηλαιολόγοι (Φ.Ο.Σ.) και τον Σπηλαιολογικό Ελληνικό Αθλητικό Σύλλογο (Σ.ΕΛ.Α.Σ.).
Τον Μάρτιο του 2011 ο Φ.Ο.Σ. διοργάνωσε νέα αποστολή, με συμμετοχή μελών και του ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο. με στόχο τη διερεύνηση των ερωτημάτων που είχαν απομείνει από την τελευταία αποστολή των Σ.ΕΛ.Α.Σ. – Φ.Ο.Σ. το 2008.
Στην αποστολή αυτή συμμετείχαν συνολικά είκοσι σπηλαιολόγοι, εκ των οποίων οι τρείς (Γιάννης Πρωτόπαππας, Γιώργος Τριανταφύλλου και Γιώργος Βανδώρος) καταδύθηκαν και πιστοποίησαν το μέγιστο βάθος των -61 μέτρων, ενώ επιπλέον διαπίστωσαν με βεβαιότητα πως το σπήλαιο δεν έχει συνέχεια.
Τέλος, το 2012, ο ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο. διοργάνωσε νέα αποστολή που επιβεβαίωσε τα τελευταία στοιχεία ολοκληρώνοντας ουσιαστικά την εξερεύνηση αυτού του μοναδικού καρστικού συστήματος.
Το εν λόγω σπηλαιοβάραθρο αποτελεί έναν αγαπημένο προορισμό για τους σπηλαιολογικούς συλλόγους και τα μέλη τους και πολύ συχνά πραγματοποιούνται επισκέψεις σε αυτό κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου.
Στις 04/12/2022 επισκεφθήκαμε το σπηλαιοβάραθρο Γερμανικό, φτάνοντας στο μέγιστο βάθος των -95 μέτρων, ακριβώς πάνω από το υποβρύχιο τμήμα του σπηλαίου, με μέλη του Σπηλαιολογικού Ελληνικού Αθλητικού Συλλόγου (Σ.ΕΛ.Α.Σ.)
Ευχαριστούμε θερμά τον Νίκο Μητσάκη και τα παλαιότερα μέλη του Συλλόγου Παύλο Γραβιώτη και Σταύρο Λαδένη για την οργάνωση και την ασφαλή διεξαγωγή της αποστολής.
Στη δράση αυτή συμμετείχαν οι: Νίκος Μητσάκης, Παύλος Γραβιώτης, Σταύρος Λαδένης, Ευάγγελος Μητσάκης, Κωνσταντίνος Παυλάκης, Μαρία Χαλκιαδάκη, Νικόλας Μαργαρίτης και Ανδρέας Ανδρικόπουλος.
Έρευνα και επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Ανδρικόπουλος
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Παυλάκης, Μαρία Χαλκιαδάκη, Ανδρέας Ανδρικόπουλος, Νικόλας Μαργαρίτης