Αμέσως μετά την κατάληψη του ελλαδικού χώρου, ο γερμανικός στρατός κατοχής βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα ιδιαίτερα δυσεπίλυτο πρόβλημα: Την έλλειψη πλωτών μέσων για τη διευθέτηση των επιχειρήσεων του στο Αιγαίο πέλαγος. Αν και το πρόβλημα αυτό λύθηκε αρχικά αφενός με την επίταξη, ανέλκυση και επισκευή ναυαγίων, και αφετέρου με την επίταξη ή αγορά ξύλινων πετρελαιοκίνητων, η έλλειψη πλοίων για την μεταφορά ειδών, απαραίτητων στον γερμανικό στρατό, παρέμεινε ως πρόβλημα κατά το μεγαλύτερο διάστημα της γερμανικής κατοχής. Ανάμεσα στα προβλεπόμενα σχέδια εύρεσης λύσης για το πρόβλημα αυτό, συμπεριλαμβανόταν και η ναυπήγηση μικρών πλοίων από οπλισμένο σκυρόδεμα, των επονομαζόμενων τσιμεντόπλοιων, τα οποία κατασκευάστηκαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1941-1944.
Επικεφαλής του προγράμματος ναυπήγησης των τσιμεντόπλοιων ήταν ο Oberstleutnant Adolph Götze. Τα τσιμεντόπλοια αυτά ναυπηγήθηκαν σύμφωνα με γαλλικά σχέδια, από ελληνικές εταιρείες κυρίως στην περιοχή του Περάματος. Μέχρι τις αρχές του 1944 είχαν ενταχθεί σε υπηρεσία εφτά πλοία, πέντε είχαν καθελκυστεί, χωρίς να έχουν αποπερατωθεί, ενώ έντεκα βρίσκονταν υπό κατασκευή. Ανάμεσα στα πλοία αυτά συγκαταλέγεται και το PIONIER I, του οποίου το ναυάγιο βρίσκεται μέχρι σήμερα βυθισμένο στη νήσο Στρογγυλή στα Λιχαδονήσια Ευβοίας.
Το PIONIER I ήταν το πρώτο τσιμεντόπλοιο που κατασκευάστηκε και καθελκύστηκε στην Ελλάδα. Ναυπηγήθηκε στο Πέραμα από την εταιρεία ΓΕΤΕ (Γενική Εταιρεία Τεχνικών Εκτελέσεων) των αδελφών Αργυροπούλου και καθελκύστηκε την 1η Αυγούστου 1942. Ανάδοχός του ήταν ο Generalmajor Walter Kuntze, Höherer Pionier führer Südost της Ανώτατης Διοίκησης της 12ης Στρατιάς (ΑΟΚ 12). Το πλοίο κατασκευάσθηκε σύμφωνα με τις προδιαγραφές του «Muster 2» και είχε τα εξής τεχνικά χαρακτηριστικά.
ΚΟΧ: 300
Μήκος (μ): 38,50
Πλάτος (μ) : 8,50
Βάθος (μ) : 2,80
Πρόωση: Μηχανή ντίζελ
Ταχύτητα: 3 κόμβοι
Δυνατότητα μεταφοράς: 260 τόνοι
Οπλισμός: 2 πολυβόλα
Το πλοίο τέθηκε σε υπηρεσία για τη γερμανική Wehrmacht τη 17η Μαρτίου 1943, με κύριο σκοπό τη μεταφορά μεταλλεύματος και χύδην φορτίων.
Σύμφωνα με το Ημερολόγιο Πολέμου του Διοικητή Θαλασσίων Μεταφορών του Ναυαρχείου Αιγαίου (Kriegstagebuch des Seetransportchefs des Admiral Ägäis), Fregatten kapitän Kolbe, το PIONIER I, έμφορτο με 200 τόνους γαιάνθρακα, αναχώρησε το μεσημέρι της 7ης Ιουλίου 1944 μαζί με το αδελφό του πλοίο PIONIER II από τη Χαλκίδα προς το Στρατώνι της Χαλκιδικής, μέσω Βόλου, με σκοπό τη φόρτωση σιδηρομεταλλεύματος. Όταν και τη 13η Ιουλίου το πλοίο δεν είχε ακόμα εμφανισθεί στον Βόλο, η Ναυτική Διοίκηση Βόλου ξεκίνησε, σε συνεννόηση με τη Διεύθυνση Θαλασσίων Μεταφορών Πειραιά, θαλάσσια έρευνα με σκοπό τον εντοπισμό του, η οποία όμως δεν απέδωσε καρπούς. Όπως έγινε αργότερα γνωστό και όπως αναφέρεται στη καταχώρηση 5987/44 του Quartiermeister VI, στη λίστα απωλειών της Ανώτατης Διοίκησης Ναυτικού (OKM-Verlustliste), το πλοίο δέχτηκε επίθεση από αντάρτες την 9η Ιουλίου 1944, πλησίον της Λίμνης Ευβοίας, με αποτέλεσμα να καταληφθεί και αργότερα να βυθιστεί.
Η Διοίκηση Θαλασσίων Μεταφορών Πειραιά, σε τηλεγράφημα της την 22α Ιουλίου 1944 προς τον Ανώτατο Στρατιωτικό Διοικητή Ελλάδας (Befehlshaber Griechenland), αναφέρεται με περισσότερες λεπτομέρειες στο συμβάν καθορίζοντας επακριβώς την ημερομηνία, τον τρόπο και τον τόπο κατάληψης του πλοίου:
«Την 8.7.44 το τσιμεντόπλοιο βρισκόμενο εν πλω από τον Πειραιά προς τον Βόλο, έμφορτο με 200 τόνους γαιάνθρακες για τον στρατό, δέχτηκε επίθεση από δυο ιστιοφόρα των ανταρτών στο ύψος της νήσου Στρογγυλή [Λιχαδονήσια Ευβοίας] και καταλήφθηκε. Ο έλληνας καπετάνιος και τα πέντε μέλη του πληρώματος, όλοι Έλληνες, συνελήφθησαν και αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι. Δύο επιβαίνοντες στρατιώτες του γερμανικού στρατού πιάστηκαν αιχμάλωτοι.»
Η ταυτοποίηση του τσιμεντόπλοιου στα Λιχαδονήσια υπήρξε δύσκολη, λόγω της βύθισης, στην ίδια περιοχή και του τσιμεντόπλοιου GENERAL MEISE IV τον Οκτώβριο του 1944.
Σύμφωνα με τις καταχωρήσεις του Ημερολογίου Πολέμου του Ναυαρχείου Αιγαίου (Kriegstagebuch des Kommandierenden Admiral Ägäis), το GENERALMEISE IV, ενταγμένο σε νηοπομπή, δέχτηκε το μεσημέρι της 8ης Οκτωβρίου 1944 αεροπορική επίθεση από συμμαχικά αεροσκάφη στο «Κανάλι της Εύβοιας», με αποτέλεσμα να βυθιστεί με οκτώ νεκρούς, δυο βαριά τραυματίες και οκτώ αγνοούμενους. Το GENERAL MEISE IV ήταν ένα τσιμεντόπλοιο 500 ΚΟΧ και μήκους 45 μέτρων, μεταφορικής ικανότητας 400 τόνων, το οποίο τέθηκε σε υπηρεσία την 7η Ιουλίου 1943.
Η έρευνα πεδίου και οι μετρήσεις που προέκυψαν έδειξαν ότι το ναυάγιο του τσιμεντόπλοιου στα Λιχαδονήσια έχει μήκος 38,5 ακριβώς μέτρα. Ως εκ τούτου είναι δυνατόν να εξαχθεί με ασφάλεια το συμπέρασμα, ότι πρόκειται προφανώς για το ναυάγιο του PIONIER I και όχι του GENERALMEISE IV. Επιπλέον, το γεγονός ότι στην αναφορά της γερμανικής Διοίκησης Θαλασσίων Μεταφορών Πειραιά αναφέρεται σαφέστατα ο τόπος κατάληψης του πλοίου, η νήσος Στρογγυλή όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται το ναυάγιο, συμβάλει άμεσα στο να θεωρηθεί ότι πρόκειται για το ναυάγιο του γερμανικού τσιμεντόπλοιου PIONIER I.
Μια ανάσα από τη Λιχάδα της Βόρειας Εύβοιας και απέναντι από τα Καμένα Βούρλα, η περιοχή φυλάει το πολύτιμο μυστικό της . Τα Λιχαδονήσια είναι μια συστάδα επτά μικρών νησίδων αποτέλεσμα ηφαιστειακής δραστηριότητας και αποτελεί έναν ενιαίο ηφαιστειακό σχηματισμό που τοποθετείται στο 426 π.χ.
Σύμφωνα με την μυθολογία το όνομά τους προήλθε από τον Λίχα, τον δούλο του Ηρακλή, ο οποίος του παρέδωσε τον δηλητηριασμένο χιτώνα της Δηιάνειρας. Ο Ηρακλής τον θεώρησε υπαίτιο και τον εκσφενδόνισε στην θάλασσα. Τα μέλη του διασκορπίστηκαν γύρω από το ακρωτήρι Κήναιο, όπου ο Ποσειδώνας τα μεταμόρφωσε σε μικρά νησάκια και έτσι σχηματίστηκαν τα γνωστά σήμερα ως Λιχαδονήσια.
Εκεί ανάμεσα από τις νησίδες Μονολιά και Μεγάλη Στρογγυλή, απέναντι ακριβώς από τα Λιχαδονήσια βρίσκεται το ναυάγιο του Τσιμεντόπλοιου Pionier I. Το πλοίο βρίσκεται στα 10μ. βάθος επικαθήμενο σε όρθια θέση σε αμμώδη βυθό με την πλώρη του να έχει κατεύθυνση βορειοδυτική.
Το ναυάγιο σήμερα αποτελεί έναν τεχνητό ύφαλο καλυμμένο πλήρως από έντονο βένθος. Το σχετικά μικρό του μέγεθος επιτρέπει πολλές διελεύσεις σε όλο το μήκος και το πλάτος του. Συνήθως περιτριγυρίζεται από κοπάδια μικρών ψαριών.
Τα τρία αμπάρια του πλοίου είναι ανοιχτά και εύκολα προσβάσιμα προσφέροντας διείσδυση στο εσωτερικό του. Εκεί κάποιος μπορεί να θαυμάσει ποικιλία θαλάσσιων ειδών όπως σπόγγους, δίθυρα, πολύχαιτους και καρκινοειδή.
Σε όλες τις ναυαγιοδιεισδύσεις ο άριστος έλεγχος της πλευστότητας είναι επιβεβλημένος καθώς με την παραμικρή άστοχη κίνηση αναταράσσεται σημαντική ποσότητα ιζήματος.
Στην αριστερή πλευρά της πρύμνης, ο καταδυόμενος μπορεί να διακρίνει ευκρινώς το ρήγμα που δημιουργήθηκε στο αμπάρι, πιθανότατα από την τοποθέτηση εκρηκτικής ύλης που ως αποτέλεσμα είχε την βύθιση του πλοίου.
Παρά το ρηχό του βάθος τα ρεύματα στην περιοχή είναι έντονα, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, λόγω της ένωσης του Βόρειου Ευβοϊκού με τον Μαλιακό κόλπο και χρειάζεται η απαιτούμενη προσοχή.
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον Σπύρο Τάπα και την ομάδα UpStories για την εμπιστοσύνη και την συνεργασία για την πραγματοποίηση αυτού του εγχειρήματος, την χαρτοβιομηχανία Regina για την ευγενική χορηγία και την Poseidon Daily Cruises για την ακτοπλοϊκή μεταφορά.
Θερμές ευχαριστίες στους Δημήτρη Γκαλών για την ιστορική έρευνα και την συγγραφή του κειμένου, Βασίλη Γεροβασιλείου, επίκουρο καθηγητή Θαλάσσιας Οικολογίας, για την επιστημονική του προσέγγιση πάνω στην θαλάσσια ζωή και τέλος τον πολύ καλό φίλο Δαμιανό Βερόπουλο, ιδιοκτήτη του καταδυτικού κέντρου VDiveClub στα Καμένα Βούρλα, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα με την έρευνα πεδίου και την επιμέτρηση του ναυαγίου για την τελική του ταυτοποίηση.