Οι υποθαλάσσιες πηγές βρίσκονται μισό μίλι, νότιο δυτικά από το χωριό Κόρφος του Νομού Κορινθίας. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε τυχαία από ένα βοσκό, όταν παρατήρησε ότι τα ζωντανά του πίνανε νερό μέσα από τη θάλασσα. Η είσοδος του βρίσκεται 5μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας με ένα στενό άνοιγμα πλάτους περίπου 10μ. Στο σημείο αυτό γίνεται πολύ έντονο το φαινόμενο της ανάμειξης γλυκού και θαλασσινού νερού με τη δημιουργία αλοκλινούς στρώματος και την ταυτόχρονα έντονη αντίσταση για να εισέλθει ο δύτης στα ενδότερα του σπηλαίου.
Μόλις ο καταδυόμενος περάσεις στο εσωτερικό του σπηλαίου το νερό γίνεται κρυστάλλινο και διακρίνει ευκρινώς τις δυο κατευθύνσεις τις οποίες έχει να επιλέξει.
Το πνιγμένο μέρος του σπηλαίου ουσιαστικά αποτελείται από 2 μεγάλα δωμάτια ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς με έντονη παρουσία σταλαγμιτών και άλλων σπηλαιοθεμάτων.
Αυτό καθιστά σαφές ότι το εν λόγω σύστημα ξεκίνησε να δημιουργείται όταν η στάθμη της θάλασσας ήταν κατά πολύ χαμηλότερη. Μετά τη λήξη της τελευταίας παγετωνικής περιόδου το σπήλαιο πλημμύρισε και ο υδροφόρος ορίζοντας ανέβηκε δημιουργώντας αυτό το μοναδικό φαινόμενο.
Στο σπήλαιο υπάρχουν αρκετοί θύλακες με αέρα και στον μεγαλύτερο από αυτούς είναι φανερό ότι ένα κομμάτι του έχει κατακρημνιστεί.
Τα σπήλαια διαθέτουν αμέτρητους έμβιους οργανισμούς στο εσωτερικό τους και ουσιαστικά αποτελούν μουσεία βιολογίας και φυσικής ιστορίας για τη γεωμορφολογική εξέλιξη μίας περιοχής πολύ ευρύτερης από το περιορισμένο χώρο του σπηλαίου.
Στον συγκεκριμένο θάλαμο ο δύτης έχει την δυνατότητα να αναδυθεί και αφού εναποθέσει τον εξοπλισμό του να βγει στο χερσαίο κομμάτι του σπηλαίου το οποίο έχει μείνει ανέγγιχτο στο χρόνο και γεωλογικά συνεχίζει να εξελίσσεται.
Εκεί μια απότομη ανωφέρεια που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, οδηγεί σε ένα καλά κρυμμένο δωμάτιο που ελάχιστα ανθρώπινα μάτια το έχουν δει στο πέρασμα των χιλιετιών
Οι εικόνες συγκλονίζουν, λεπτές Κρυστάλλινες βελόνες δημιουργήματα του νερού που περνάει από αδιόρατες οπές του πετρώματος ξεπηδούν από άκρη σε άκρη στην οροφή του σπηλαίου. Σειρές από ασπίδες στα τοιχώματα του δωματίου διαμέτρου πολλών μέτρων συμπληρώνουν το πάζλ ενός πολύ δυνατού γεωλογικού συστήματος.
Το μήκος του σπηλαίου είναι περίπου 90μ. με το μέγιστο βάθος να φτάνει τα 14μ. Η θερμοκρασία του νερού κυμαίνεται όλο το χρόνο από 13 – 16 βαθμούς Κελσίου.
Το 2008 το ΕΛΚΕΘΕ (HCMR – Hellenic Center of Maritime Research) συμπεριέλαβε τις υποθαλάσσιες πηγές του Κόρφου Κορινθίας σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μελέτης και έρευνας αντίστοιχων πηγών σε όλη την Ελληνική επικράτεια όπως οι αναβλύσεις γλυκού νερού στην Στούπα Μεσσηνίας, το Λεωνίδιο Κυνουρίας κ.α. Απώτερος σκοπός αυτών των ερευνών ήταν να διαπιστωθεί αν ήταν δυνατή η περαιτέρω αξιοποίηση τους, με σημαντικότερο στόχο την άρδευση και την υδροδότηση των τοπικών κοινωνιών ή την κάλυψη ενός μεγάλου μέρους των αναγκών τους από αυτές τις πηγές.
Ύστερα από εκτεταμένες μελέτες διαπιστώθηκε πως το γλυκό νερό που εισέρχεται από τις υπόγειες πηγές μέσα στο σπήλαιο έχει υψηλή περιεκτικότητα σε αλατότητα, με αντίστοιχο υψηλό κόστος αφαλάτωσης και για το λόγο αυτό κρίθηκε μη αξιοποιήσιμο. Μετά την τοποθέτηση ειδικών αισθητήρων υπολογίστηκε ότι στο σπήλαιο ρέουν και εκβάλουν στην ανοιχτή θάλασσα 30.000 κυβικά μέτρα νερό την ημέρα!
Έρευνα και επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Ανδρικόπουλος